γκιαούρης

γκιαούρης
ο
(λ. τουρκ.), ονομασία που αποδίνουν οι μουσουλμάνοι στους χριστιανούς και σημαίνει άπιστος, άθεος: Οι Τούρκοι φώναζαν τους Έλληνες γκιαούρηδες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γκιαούρ — και γκιαούρης, ο κατά τους Μωαμεθανούς ο μη μουσουλμάνος, και ειδικότερα ο Χριστιανός, δηλ. ο άπιστος, ο αρνησίθεος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. giaur «άπιστος» < (περσ.) gabr «πυρολάτρης»] …   Dictionary of Greek

  • Κέιζερ, Νικέζε ντε- — (Nicaise de Keyser, Αμβέρσα 1813 – 1887). Βέλγος ζωγράφος. Δίδαξε στην Ακαδημία της πατρίδας του, της οποίας αργότερα έγινε διευθυντής, και θεωρείται ένας από τους επικεφαλής της βελγικής σχολής. Προσχώρησε στο ρομαντικό βελγικό κίνημα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”