- γκιαούρης
- ο(λ. τουρκ.), ονομασία που αποδίνουν οι μουσουλμάνοι στους χριστιανούς και σημαίνει άπιστος, άθεος: Οι Τούρκοι φώναζαν τους Έλληνες γκιαούρηδες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.